- ιπποσκόπος
- ἱπποσκόπος, ὁ (Α)πάπ. επόπτης τών ίππων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -σκόπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. μετεωρο-σκόπος, οιωνο-σκόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιπποσκοπικός — ἱπποσκοπικός, ή, όν (Α) [ιπποσκόπος] φρ. «ἱπποσκοπικόν βιβλίον» βιβλίο που πραγματεύεται τα σχετικά με τις δοκιμασίες τών ίππων … Dictionary of Greek